- αγαλματολατρία
- η1. η λατρεία των αγαλμάτων.2. (Ψυχιατρ.) η ανάπτυξη ερωτικού συναισθήματος ορισμένων ψυχασθενών προς τα αγάλματα, κυρίως προς όσα παριστάνουν γυναικείες μορφές.[ΕΤΥΜΟΛ. < αγαλματολάτρης, γι' αυτό και ορθή η γραφή με ι].
Dictionary of Greek. 2013.